Περσις

Περσις
    Περσίς
    I
    -ίδος (ῐδ) adj. f персидская
    

(χώρη Her.)

    II
    -ίδος ἥ
    1) (sc. γῆ) Персида (приблиз. нын. Фарсистан в Иране Xen., Plat.)
    2) (sc. γυνή) персиянка Aesch., Xen.
    3) (sc. χλαῖνα) персидская одежда Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Περσις" в других словарях:

  • Περσίς — Persis fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρσις — πέρσῑς , πέρσις sacking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) πέρσις sacking fem nom sg πέρσις sacking fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίς — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • πέρσις — Αρχαία ελληνική ονομασία της σημερινής ιρανικής επαρχίας Φαρς. Το όνομα προέρχεται από τη φυλή των Πάρσων, που εγκαταστάθηκαν εκεί τον 7o αι. π.Χ. Όπως παρατήρησε ο Στράβων στη Γεωγραφία του, η χώρα διαιρείται σε τρία μέρη, με διαφορετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ιλίου πέρσις — Επικό ποίημα. Η πατρότητά του αποδίδεται στον ποιητή Αρκτίνο τον Μιλήσιο (ή Κορίνθιο κατά τον Αθήναιο). Η υπόθεσή του αφορούσε την άλωση της Τροίας. Συγκεκριμένα, όταν οι Αχαιοί αποχώρησαν από την τρωική παραλία στην Τένεδο, οι Τρώες πήγαν στο… …   Dictionary of Greek

  • πέρσιν — πέρσις sacking fem acc sg πέρσις sacking fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδα — Περσίς Persis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδας — Περσίς Persis fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδες — Περσίς Persis fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδι — Περσίς Persis fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περσίδος — Περσίς Persis fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»